- ἐμπίεσις
- ἐμπῐ-εσις, εως, ἡ,A pressure, of massage, Sor.1.102 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμπιέσεσιν — ἐμπίεσις pressure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπίεση — η (AM ἐμπίεσις) η σύνθλιψη, η πίεση προς τα μέσα … Dictionary of Greek